Του Κίµωνα Χατζηµπίρου
Τα ισχυρά οικολογικά κινήµατα χτίστηκαν από τη δεκαετία του 1970 σε ανεπτυγµένες χώρες µε συνεπή και συνεχή δουλειά κυρίως σε πρακτικά θέµατα. Σήµερα, ακόµα και σε φτωχές ευρωπαϊκές περιφέρειες, εµφανίζονται αξιόλογες τοπικές δράσεις. Π.χ. στη Μοραβία, επαρχία της Τσεχίας, συναντά κανείς παρεµβάσεις µη κυβερνητικών οργανώσεων σε αγροτικές περιοχές, µε κίνητρο την προσφορά στο τοπικό περιβάλλον αλλά και στον πλανήτη, µε πρακτικό πνεύµα, σεµνότητα και αφιλοκέρδεια, µε προοδευτική σκέψη χωρίς πολιτικές ή επικοινωνιακές κορόνες. Μια οµάδα έχει κατασκευάσει φτηνό σύστηµα τεχνητού υγροτόπου για τον καθαρισµό των λυµάτων ενός µικρού χωριού. Μια άλλη έχει αναλάβει τον εντοπισµό, την καταγραφή και τη διάδοση ενός είδους δένδρου που κάποτε χαρακτήριζε το αγροτικό τοπίο της περιοχής.
Μια τρίτη έχει ανακαινίσει ένα παλιό παραδοσιακό αγρόκτηµα και το χρησιµοποιεί για την εξοικείωση των παιδιών των σχολείων µε τις αγροτικές δραστηριότητες και τα οικόσιτα ζώα. Μια τέταρτη έστησε µοντέρνο σύστηµα τηλεθέρµανσης σε ένα χωριό χρησιµοποιώντας απόβλητα από την υλοτοµία στο δάσος. Η ωριµότητα έρχεται µέσα απόδηµιουργική δραστηριότητα µε συγκεκριµένα αποτελέσµατα. Ωστόσο, το ελληνικό οικολογικό και περιβαλλοντικό κίνηµα περιορίζεται κυρίως σε απόψεις. Σε αντίθεση µε ό,τι συνέβη αλλού, δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει αξιόλογες κοινωνικές ρίζες. Οι τοπικές οικολογικές οµάδες, κατά κανόνα ολιγοµελείς και εφήµερες, έχουν µία έντονα συγκρουσιακή θεώρηση των πραγµάτων και ενίοτε ταυτίζονται µε αλλότριες επιδιώξεις, π.χ. µε την κερδοσκοπία της γης. Προβάλλουν στείρες ιδεολογικές αρνήσεις, παρακάµπτουν την επιστηµονική επεξεργασία των περιβαλλοντικών θεµάτων, δεν προτείνουν θετικές και πραγµατοποιήσιµες µεταρρυθµίσεις. Τα αδιαπραγµάτευτα «όχι» αντηχούν ανεξάρτητα από το αν η εγκατάσταση που χωροθετείται είναι ρυπαίνουσα ή καθαρή.
Οι οικολογικές ιδέες εισέβαλαν στη χώρα από τη δεκαετία του 1980, µε την έκδοση αξιόλογων περιοδικών, την οργάνωση κινητοποιήσεων κ.λπ. Το κίνηµα εµφάνισε την παιδική ασθένεια του αριστερισµού στο ξεκίνηµα, έπειτα όµως από τρεις δεκαετίες η ωρίµαση παραµένει ζητούµενο. Οι πολλές αστοχίες επισκιάζουν ορισµένες αξιόλογες προσπάθειες, όπως η εκστρατεία κατά της εκτροπής του Αχελώου που αναδείχτηκεσε έναν από τους πιο σηµαντικούς περιβαλλοντικούς αγώνες στην Ευρώπη, η τεκµηριωµένη αντίθεση στην εγκατάσταση πυρηνικών εργοστασίων ή τα λίγα παραδείγµατα πρακτικής δουλειάς όπως τα κέντρα περίθαλψης τραυµατισµένων άγριων ζώων. Πολλές οικολογικές και περιβαλλοντικές παρεµβάσεις καλλιέργησαν αδιέξοδα, από τη δεκαετία του ‘80 µε τον αγώνα κατά της απόρριψης επεξεργασµένων λυµάτων στον ποταµό Καλαµά µέχρι τη σηµερινή µηδενιστική θέση για το πρώην αεροδρόµιο του Ελληνικού, µε χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση την άγονη εκστρατεία του 2000 κατά του κωπηλατοδροµίου στον Σχινιά.
Οι οικολογικές ιδέες εισέβαλαν στη χώρα από τη δεκαετία του 1980, µε την έκδοση αξιόλογων περιοδικών, την οργάνωση κινητοποιήσεων κ.λπ. Το κίνηµα εµφάνισε την παιδική ασθένεια του αριστερισµού στο ξεκίνηµα, έπειτα όµως από τρεις δεκαετίες η ωρίµαση παραµένει ζητούµενο. Οι πολλές αστοχίες επισκιάζουν ορισµένες αξιόλογες προσπάθειες, όπως η εκστρατεία κατά της εκτροπής του Αχελώου που αναδείχτηκεσε έναν από τους πιο σηµαντικούς περιβαλλοντικούς αγώνες στην Ευρώπη, η τεκµηριωµένη αντίθεση στην εγκατάσταση πυρηνικών εργοστασίων ή τα λίγα παραδείγµατα πρακτικής δουλειάς όπως τα κέντρα περίθαλψης τραυµατισµένων άγριων ζώων. Πολλές οικολογικές και περιβαλλοντικές παρεµβάσεις καλλιέργησαν αδιέξοδα, από τη δεκαετία του ‘80 µε τον αγώνα κατά της απόρριψης επεξεργασµένων λυµάτων στον ποταµό Καλαµά µέχρι τη σηµερινή µηδενιστική θέση για το πρώην αεροδρόµιο του Ελληνικού, µε χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση την άγονη εκστρατεία του 2000 κατά του κωπηλατοδροµίου στον Σχινιά.
Η προέκταση άλογων αντιλήψεων ωθεί τελικά στην υιοθέτηση αντιπεριβαλλοντικών θέσεων, όπως η αντίθεση στις ανεµογεννήτριες ή σε µεγάλες τουριστικές επενδύσεις µε οικολογικές προδιαγραφές. Ο ιδεολογικός φανατισµός εξελίσσεται σε οικοσυντηρητισµό και φοβική σχέση προς καινοτοµίες. Ετσι, αν και η Ελλάδα παρουσιάζει σοβαρό έλλειµµα περιβαλλοντικής πολιτικής σε σχέση µε την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση, η συγκρότηση ενός σηµαντικού Πράσινου πολιτικού υποκειµένου δεν κατέστη µέχρι σήµερα δυνατή, η κοινωνική απήχηση του κινήµατος είναι µικρή, ο χαρακτηρισµός «οικολόγος» αποκτά γραφική ή και υποτιµητική έννοια.
Οι οικολογικές αντιλήψεις κινδυνεύουν να µείνουν αίολες µέσα στο θολό τοπίο της αποκαλούµενης µετανεωτερικότητας. Το µικρόβιο του ανορθολογισµού ευδοκιµεί εύκολα µέσα στον οικολογικό χώρο, µε αποτέλεσµα να κρατά σε απόσταση τα σηµαντικότερα τµήµατα της κοινωνίας, οι δε σηµερινές συνθήκες ύφεσης και απαισιοδοξίας κάνουν τα πράγµατα πιο δύσκολα. Για να γίνει ευρέως αποδεκτή η οικολογία χρειάζεται να εστιάσει στην ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος, µε κατάλληλη αξιοποίηση της επιστήµης και της τεχνολογίας, µε µετριοπαθείς ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Ενα αξιόλογο µέρος του πληθυσµού διάκειται θετικά και αναζητά πιο οικολογικές συµπεριφορές και περιβαλλοντικές λύσεις. Η πράσινη ανάπτυξη αποτελεί ελκυστική απάντηση σε περίοδο κρίσης, αφού έχει τη δυνατότητα να συνδυάσει καλύτερη περιβαλλοντική ποιότητα µε παραγωγή νέου οικονοµικού προϊόντος.
Εφόσον όµως δεν αποκτά τη µορφή κεντρικής πρότασης ενός προοδευτικού περιβαλλοντικού κινήµατος, η προοπτική συγκροτηµένης περιβαλλοντικής πολιτικής παραµένει αβέβαιη. Για την κάλυψη αυτής της έλλειψης χρησιµοποιούνται τόσο η πράσινη ανάπτυξη ως σύνθηµα που αποδίδει βραχυπρόθεσµα κοµµατικά οφέλη όσο και το ανώδυνο φλερτ της εξουσίας µε ακραίες και οικοσυντηρητικές συνιστώσες του οικολογικού χώρου.
Οι οικολογικές αντιλήψεις κινδυνεύουν να µείνουν αίολες µέσα στο θολό τοπίο της αποκαλούµενης µετανεωτερικότητας. Το µικρόβιο του ανορθολογισµού ευδοκιµεί εύκολα µέσα στον οικολογικό χώρο, µε αποτέλεσµα να κρατά σε απόσταση τα σηµαντικότερα τµήµατα της κοινωνίας, οι δε σηµερινές συνθήκες ύφεσης και απαισιοδοξίας κάνουν τα πράγµατα πιο δύσκολα. Για να γίνει ευρέως αποδεκτή η οικολογία χρειάζεται να εστιάσει στην ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος, µε κατάλληλη αξιοποίηση της επιστήµης και της τεχνολογίας, µε µετριοπαθείς ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Ενα αξιόλογο µέρος του πληθυσµού διάκειται θετικά και αναζητά πιο οικολογικές συµπεριφορές και περιβαλλοντικές λύσεις. Η πράσινη ανάπτυξη αποτελεί ελκυστική απάντηση σε περίοδο κρίσης, αφού έχει τη δυνατότητα να συνδυάσει καλύτερη περιβαλλοντική ποιότητα µε παραγωγή νέου οικονοµικού προϊόντος.
Εφόσον όµως δεν αποκτά τη µορφή κεντρικής πρότασης ενός προοδευτικού περιβαλλοντικού κινήµατος, η προοπτική συγκροτηµένης περιβαλλοντικής πολιτικής παραµένει αβέβαιη. Για την κάλυψη αυτής της έλλειψης χρησιµοποιούνται τόσο η πράσινη ανάπτυξη ως σύνθηµα που αποδίδει βραχυπρόθεσµα κοµµατικά οφέλη όσο και το ανώδυνο φλερτ της εξουσίας µε ακραίες και οικοσυντηρητικές συνιστώσες του οικολογικού χώρου.
Ο Κίµων Χατζηµπίρος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΜΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου